- υπομάζιος
- -α, -ο / ὑπομάζιος, -ον, ΝΜΑ1. αυτός που τοποθετείται ή βρίσκεται κάτω από τον μαστό2. το ουδ. ως ουσ. το υπομάζιο(ν)(λογ. τ.) ο στηθόδεσμος, το σουτιένμσν.-αρχ.1. (κυρίως) αυτός που θηλάζει2. (το αρσ. και ουδ. ως ουσ.)ὁ ὑπομάζιος και τὸ ὑπομάζιον(ενν. παῑς και τέκνον ή βρέφος) παιδί που θηλάζει.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + μαζός, ιων. τ. τού μαστός + κατάλ. -ιος].
Dictionary of Greek. 2013.